- σακχαράση
- η, N(βιοχ.) ένζυμο τών ζυμομυκήτων και τού εντερικού βλεννογόνου, το οποίο επιταχύνει καταλυτικά την υδρόλυση τής σακχαρόζης στα απλά σάκχαρα γλυκόζη και φρουκτόζη, αλλ. ιμβερτάση ή σουκράση.[ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. saccharase (< σάκχαρο + κατάλ. τής χημ. ορολογίας -αση)].
Dictionary of Greek. 2013.